- φρεωρύχῳ
- φρεώρυχοςfor digging wellsmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρεωρυχώ — έω, Α [φρεωρύχος] 1. ανοίγω φρέατα 2. (γενικά) σκάβω το χώμα για να βρω νερό («οἱ ἐλέφαντες ταῖς προβοσκίσι... φρεωρυχοῦσι καὶ ἀνευρίσκουσιν ὕδωρ», Στράβ.) 3. μτφ. κωμ. (για κουνούπι ή άλλο έντομο) τρυπώ το δέρμα κάποιου … Dictionary of Greek
φρεωρυχῶ — φρεωρυχέω dig wells pres subj act 1st sg (attic epic doric) φρεωρυχέω dig wells pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεορυκτώ — έω, Α [φρεορύκτης] φρεωρυχῶ* … Dictionary of Greek